- επηγορία
- ἐπηγορία, η (AM) [επηγορεύω]ονομασία, προσηγορίααρχ.κατηγορία, επίπληξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < επηγορεύω με επίδραση τού κατηγορία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπηγορία — ἐπηγορίᾱ , ἐπηγορία accusation fem nom/voc/acc dual ἐπηγορίᾱ , ἐπηγορία accusation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηγορίᾳ — ἐπηγορίᾱͅ , ἐπηγορία accusation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηγορίας — ἐπηγορίᾱς , ἐπηγορία accusation fem acc pl ἐπηγορίᾱς , ἐπηγορία accusation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηγορίαι — ἐπηγορίᾱͅ , ἐπηγορία accusation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηγορίαν — ἐπηγορίᾱν , ἐπηγορία accusation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηγοριῶν — ἐπηγορία accusation fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηγορίαις — ἐπηγορία accusation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαγορία — ἐπαγορία, η (Α) δωρ. τ. αντί ἐπηγορία μορφή, κατηγορία … Dictionary of Greek